- κυκλωτικός
- η , ό[ν]1) кольцевой, круговой; 2) воен, обходный;
κυκλωτική κίνηση — воен, обходное движение, обход;
κυκλωτικός ελιγμός — обходный манёвр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυκλωτική κίνηση — воен, обходное движение, обход;
κυκλωτικός ελιγμός — обходный манёвр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυκλωτικός — ή, ό αυτός που διενεργείται με σκοπό την κύκλωση, αυτός που αποβλέπει σ αυτήν ή τήν επιδιώκει («οι κυκλωτικές κινήσεις τού εχθρού απέτυχαν»). επίρρ... κυκλωτικώς και ά με κυκλωτικό τρόπο, με κυκλωτική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκλώνω. Η λ.… … Dictionary of Greek
κυκλωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται για κύκλωση: Έκαμε μια κυκλωτική κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)